ἐπιτρεπόμενος

ἐπιτρεπόμενος
ἐπιτρέπω
to turn to
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεπίτρεπτος — η, ο 1. μη επιτρεπόμενος, απαγορευμένος 2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί, ανάρμοστος …   Dictionary of Greek

  • ανυστός — ἀνυστός, όν (Α) [ανύω] 1. κατορθωτός 2. επιτρεπόμενος 3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» κατά το δυνατόν 4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος …   Dictionary of Greek

  • εφετός — ἐφετός, ή, όν (ΑΜ) [εφίημι] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να επιθυμήσει, επιθυμητός, ποθητός («τοῡ πρώτου ἐραστοῡ καὶ ἐφετοῡ καὶ τελείου», Πλούτ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφετόν το αντικείμενο 2. συγχωρητός, επιτρεπόμενος αρχ. επιγρ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”